Μετά από αρκετές ηµέρες µικρών ειδήσεων που έκαναν λόγο για ξηρασία στον Καναδά
Έφτασε στη δική µας πλευρά του Ατλαντικού η επίσηµη έκθεση της πλέον αρµόδιας αρχής, της επιτροπής σιτηρών του Σασκάτσουαν, η οποία εκτιµά πως µόλις ένα 26% της φετινής σοδειάς του Καναδά θα πληροί τις προδιαγραφές της πρώτης ποιότητας.
Η είδηση βρίσκει την εγχώρια αγορά στα τελευταία υψηλά των 34,5 λεπτών το κιλό έπειτα από τον διαγωνισµό της ΕΑΣ Ορεστιάδας που πούλησε 26.000 τόνους σκληρού σίτου στους Μύλους Σόγιας έναντι των 367 ευρώ ο τόνος. Την ίδια ηµέρα, Τετάρτη 19 Ιουλίου, η Φότζια ανακοίνωσε νέα λίστα τιµών που ανεβάζει κατά 15 ευρώ ο τόνος τις τιµές συγκριτικά µε µια εβδοµάδα πριν, όταν καταγράφηκε µια εντυπωσιακή άνοδος της τάξης των 50 ευρώ ο τόνος (Τετάρτη 12 Ιουλίου). Πλέον, οι τιµές στο ιταλικό εµπορικό κέντρο που δίνει τον τόνο και στην ελληνική αγορά, έχουν ως εξής:
- Για τα ποιοτικά σιτάρια µε ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70% και πρωτεΐνη 12% η τιµή αποθήκης εµπόρου διαπραγµατεύεται στα 395-400 ευρώ ο τόνος.
- Για τη δεύτερη ποιότητα µε ειδικό βάρος 76 kg/hl, υαλώδη 50% και πρωτεΐνη 11% η τιµή αποθήκης εµπόρου κυµαίνεται στα 385-390 ευρώ ο τόνος.
«Μην πουλάτε άλλο»
Όλα δείχνουν πως τελικά στον Καναδά, τα πράγµατα είναι σοβαρά. Χαρακτηριστική είναι η «ντιρεκτίβα» που δίνει η επιτροπή σιτηρών της επαρχείας Σασκάτσουαν προς τους παραγωγούς, για αναστολή στις πωλήσεις.
«Τα αποθέµατα είναι εξαιρετικά χαµηλά και αναφέρονται σοβαρά προβλήµατα σε αναπτυσσόµενες χώρες αλλά και σε χώρες που παραδοσιακά παράγουν. Για την ώρα συνιστούµε να σταµατήσετε τις πωλήσεις σκληρού σίτου» αναφέρει χαρακτηριστικά η οδηγία. Σε άλλο σηµείο γίνεται µια καθοριστική ίσως για την πορεία των τιµών παραδοχή. «Είναι η δεύτερη χειρότερη αξιολόγηση που έχει γίνει για την πορεία της καλλιέργειας σιτηρών στη σύγχρονη ιστορία» αναφέρει η έκθεση για την πορεία των καλλιεργειών στο Σασκάτσουαν, όπου, σύµφωνα µε αυτή, µόλις το 26% της σοδειάς σκληρού βρίσκεται σε καλή έως άριστη κατάσταση, εν αντιθέση µε ποσοστό 54% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Η εκτίµηση αυτή, έχει βαρύνουσα σηµασία, µε δεδοµένο ότι το 80% της καναδέζικης παραγωγής σκληρού γίνεται εντός των ορίων της επαρχίας που καταλαµβάνει το 1/3 της Μεγάλης Καναδικής Πεδιάδας.
Προφανώς, η πρώτη χειρότερη αξιολόγηση αφορά τη σοδειά του 2021, όταν εκείνο το φθινόπωρο, ξανά έπειτα από µια πρωτοφανή ξηρασία, ο Καναδάς αλώνισε κάτι λιγότερο από 3 εκατ. τόνους σκληρού σίτου, σε µια σεζόν που ακόµα και σήµερα αφήνει το στίγµα της στο παγκόσµιο ισοζύγιο, εξαιτίας των εξαιρετικά χαµηλών αποθεµάτων.
Τα πράγµατα δεν είναι καλά ούτε στη γειτονική επαρχία Αλµπέρτα, όπου η αξιολόγηση «άριστα» ανταποκρίνεται µόλις στο 34% της παραγωγής σκληρού σίτου, έναντι 64% πέρυσι.
Εκτός από την ποιοτική υποβάθµιση, που σήµερα θεωρείται δεδοµένη µια έντονη έλλειψη σε πρώτες ποιότητες παγκοσµίως, υπάρχει κίνδυνος υποχώρησης των αναµενόµενων ποσοτήτων.
Μένει τώρα να φανεί ο τρόπος µε τον οποίο οι αγορές στην Ευρώπη θα αποτιµήσουν αυτή τη νέα κατάσταση που διαµορφώνεται στη Βόρεια Αµερική, αν και ήδη οι τιµές για τα καναδέζικα σιτάρια έχουν ενισχυθεί σε βάθος µήνα κατά 60 µε 70 ευρώ ο τόνος, παρά την ενίσχυση του ευρώ και την υποχώρηση των FOB.
Αυξηµένη κατά 12% η ιταλική παραγωγή, αλλά δεν αρκεί και δεν ικανοποιεί ποιοτικά
Σε διαπιστώσεις που έρχονται να υπερτονίσουν το αίσθηµα περιορισµένης προσφοράς το οποίο εκδηλώνεται τελευταία στις αγορές, προχωρά και η Italmopa, η ιταλική Οµοσπονδία Αλευροβιοµηχανιών, η οποία υπολογίζει στους 4,14 εκατ. τόνους την παραγωγή της χώρας φέτος, σε µια αύξηση 12% του τονάζ, που όµως δεν αρκεί.
Σηµειώνεται ότι η Coldiretti, ο συνδικαλιστικός φορέας των ιταλικών αγροτικών συνεταιρισµών, υπολογίζει την φετινή σοδειά στους 3,7 εκατ. τόνους. Και οι δύο οργανώσεις συµφωνούν πάντως στο ότι η ποιοτική υποβάθµιση της φετινής παραγωγής είναι σηµαντική, όπως επίσης και στο ότι το τονάζ είναι χαµηλότερο των προσδοκιών. Από την άλλη, φαίνεται πως αυτήν τη στιγµή η είναι η µόνη χώρα που εµφανίζει αυξηµένη σοδειά, συγκριτικά µε την Ισπανία ή τη Γαλλία, αλλά και τον Καναδά που φαίνεται ότι θα αλωνίσει λιγότερες ποσότητες από τους περσινούς 5,7 εκατ. τόνους.
Προέλευση άρθρου: https://www.agronews.gr