μελ

Ανεβαίνουν στο πιο ψηλό σκαλί διεθνών διαγωνισμών για την ποιότητά τους. Βρίσκονται σε περίοπτα ράφια εμπορικών «ναών» όπως τα Harrods. Την ώρα, ωστόσο, που ελληνική παραγωγή μελιού προσπαθεί να χτίσει brand name και να κερδίσει το στοίχημα της εξωστρέφειας, δοκιμάζει -όπως άλλωστε και το ευρωπαϊκό μέλι- το «πικρό» ποτήρι που κερνούν οι αθρόες εισαγωγές από Τρίτες χώρες.

Και, ενώ Έλληνες και Ευρωπαίοι παραγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πλέγμα προβλημάτων -όπως η αύξηση του κόστους, οι ασθένειες, οι απώλειες αποικιών μελισσών και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος χορτονομής-, ο ανταγωνισμός από τις φθηνές εισαγωγές γίνεται εντονότερος.

Όπως διαπιστώνει έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωκοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που χαρτογραφεί τον κλάδο της μελισσοκομίας στα κράτη-μέλη, το μέλι που εισάγεται από Τρίτες χώρες είναι πολύ φθηνότερο από εκείνο που παράγεται εντός ΕΕ. Το 2015, η μέση τιμή μονάδας του εισαγόμενου κινεζικού ήταν 1,64€ το κιλό, ενώ η μέση τιμή του μελιού από διάφορα άνθη παραγωγής ΕΕ, που πωλήθηκε χύμα σε χονδρική, 3,78€ το κιλό.

Στην Ελλάδα, η παραγωγή μελιού παραμένει στάσιμη τα τελευταία χρόνια. Η χώρα μας είναι η έκτη μεγαλύτερη παραγωγός μελιού στην ΕΕ, με περίπου 22.500 τόνους παραγωγή το 2015 και αντίστοιχη επίδοση το 2014. Βρίσκεται, δε, στην 7η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης αναφορικά με το κόστος παραγωγού ανά ένα κιλό μελιού, ενώ είναι 11η όσον αφορά τις τιμές πώλησης του προϊόντος. Με 1,584 εκατομμύρια, είναι η τρίτη χώρα στην ΕΕ όσον αφορά τον αριθμό των κυψελών, ενώ ο αριθμός των μελισσοκόμων παραμένει σταθερός, στα 24.582 άτομα.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στο www.ypaithros.gr

Recommended Posts