Δεκαπλασιάστηκε -τουλάχιστον- την τελευταία δεκαετία το ενδιαφέρον των Ελλήνων παραγωγών για τη βιολογική καταπολέμηση εντομολογικών προσβολών, όπως επισήμανε μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο εντομολόγος- ερευνητής της “Bio-insecta”, Παύλος Σκεντερίδης, ιδιοκτήτης του πρώτου και μοναδικού οργανωμένου εντομοτροφείου που λειτουργεί εμπορικά στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια από το 2007, με έδρα τα Νέα Σύλλατα Χαλκιδικής.

Σύμφωνα με τον κ. Σκεντερίδη, η βιολογική καταπολέμηση εντομολογικών προσβολών με τη χρήση ωφέλιμων εντόμων και ακάρεων, αντί χημικών σκευασμάτων, εφαρμόζεται τόσο στις γεωργικές καλλιέργειες, όσο και στο περιαστικό και αστικό πράσινο.

Δεν πρόκειται για κάποια “καινοτόμο και επαναστατική μέθοδο, αφού η βιολογική καταπολέμηση εντόμων στις καλλιέργειες με τη χρήση ωφέλιμων οργανισμών ήταν ήδη γνωστή και εφαρμοζόταν πριν από 2.500 χρόνια”, τόνισε ο ίδιος, προσθέτοντας πως “τον 17ο και 18ο αιώνα, η Ευρώπη αριθμούσε πολύ περισσότερα εντομοτροφεία από ό,τι σήμερα”.

Όπως σημείωσε, με τη μαζική στροφή στα χημικά σκευάσματα από τη δεκαετία του 1960, οι παραγωγοί “σιγά- σιγά έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη βιολογική καταπολέμηση, αξία που όμως επανακτάται σταδιακά, είτε γιατί πρέπει είτε γιατί γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες της χρήσης των χημικών σκευασμάτων”.

Διευκρίνισε, δε, ότι “λόγω της οικονομικής κρίσης, υπάρχει μεταστροφή του κλίματος και η ελληνική γεωργία αναδιαρθρώνεται, με τους νέους αγρότες να έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και της ποιότητας των προϊόντων που καταναλώνουν οι ίδιοι και οι πελάτες τους”.

Η δυναμική της βιολογικής αγοράς συμπαρασύρει και τα σχετικά σκευάσματα

Ο διαπρεπής εντομολόγος Παύλος Σκεντερίδης

Υπογραμμίζοντας ότι την τελευταία 10ετία έρχονται ολοένα και πιο δυναμικά στο προσκήνιο τα βιολογικά σκευάσματα, “με το ενδιαφέρον των Ελλήνων παραγωγών να έχει δεκαπλασιαστεί τουλάχιστον για τη χρήση και υιοθέτηση της βιολογικής καταπολέμησης”, ο κ. Σκεντερίδης υπογράμμισε χαρακτηριστικά ότι “η εξέλιξη αυτή είναι εύλογη, αφού πλέον καταγράφεται μεγάλη άνοδος στην προσφορά των βιολογικών προϊόντων, ενώ παράλληλα διευρύνεται και η γκάμα βιολογικών μεταποιημένων τροφίμων, όπως -μεταξύ άλλων- βιολογικές μπάρες ενέργειας και βιολογικά ζυμαρικά”.

Ενδεικτικά, ο κ. Σκεντερίδης επισήμανε ότι στην Κρήτη το 95% της θερμοκηπιακής πιπεριάς καλλιεργείται πλέον με τη χρήση ωφελίμων εντόμων και ακάρεων, ενώ αυξητική είναι η τάση και το ενδιαφέρον για την εφαρμογή της βιολογικής αντιμετώπισης σε άλλα λαχανικά, αλλά και δενδρώδεις καλλιέργειες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η τομάτα, η μελιτζάνα, το αγγούρι, η φράουλα, ενώ ενθαρρυντικό είναι το ενδιαφέρον και για μη εδώδιμα προϊόντα, όπως το τριαντάφυλλο, το γαρύφαλλο ή ο χλοοτάπητας. “Στα τελευταία παραδείγματα είναι ξεκάθαρο ότι η επιλογή των παραγωγών γίνεται για λόγους περιβαλλοντικής ευαισθησίας, καθώς και συνθηκών εργασίας για τους ανθρώπους που εργάζονται εντός αυτών των εκμεταλλεύσεων”, υπογράμμισε ο κ. Σκεντερίδης.

Αναφερόμενος στο κόστος της βιολογικής καταπολέμησης με τη χρήση ωφέλιμων εντόμων ή ακάρεων, έναντι των χημικών σκευασμάτων, ο κ. Σκεντερίδης επισήμανε ότι “είναι πλέον σήμερα λογικό και συγκρίσιμο”. Όπως εξήγησε, υπάρχουν, μάλιστα, καλλιέργειες, όπου η “βιολογική ή/και ολοκληρωμένη διαχείριση των προσβολών είναι αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη της χημικής καταπολέμησης, όπως στις περιπτώσεις της πιπεριάς, της τομάτας αλλά και μονόδρομος για έντομα όπως ο καπνώδης, η μετκάλφα ή τα έντομα του χλοοτάπητα”.

Μάλιστα, ο κ. Σκεντερίδης έκανε ειδική αναφορά σε χαρακτηριστική έρευνα των Kazmer D. & M. Brewer του Πανεπιστημίου της Μοντάνα (Η.Π.Α.), βάσει της οποίας “το συνολικό όφελος είναι 32 δολάρια για κάθε δολάριο που επενδύεται στη βιολογική καταπολέμηση, ενώ το αντίστοιχο όφελος από τη χρήση χημικών σκευασμάτων είναι μόλις 2,5 δολάρια”. Πάντως, ο κ. Σκεντερίδης σημείωσε ότι “στη ζυγαριά για την αξιολόγηση της οικονομικότερης μεθόδου, δεν πρέπει να τοποθετούμε μόνο την τιμή του κάθε σκευάσματος, αλλά και το κόστος των συνεπειών της χρήσης του. Ιδίως τη σημερινή εποχή με την κλιματική αλλαγή και τις απροσδόκητες συνέπειες που μας απειλούν όλους, νούμερο ένα ζητούμενο είναι η αειφορία και η προστασία του περιβάλλοντος που εξασφαλίζεται μέσω της βιολογικής φυτοπροστασίας”.

Βέβαια, όπως έσπευσε να επισημάνει, “μπορεί συγκριτικά με μια 10ετία πριν να είναι σήμερα πιο εύκολο να πείσω τον Έλληνα παραγωγό για τα ευεργετικά οφέλη της συγκεκριμένης πρακτικής, όμως ακόμη καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια από ό,τι όταν συνομιλώ με έναν Βαλκάνιο αγρότη”. Πρόσθεσε ακόμα πως η ελληνική πραγματικότητα ήταν εκείνη που τον ανάγκασε να περιορίσει το μέγεθος του ρομαντισμού που είχε όταν ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στη χώρα μας, “αφού οι πόρτες που έκλειναν ήταν σαφώς περισσότερες από αυτές που άνοιγαν”.

Στο πλαίσιο αυτό, εξήγησε:

Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στο emvolos.gr

Recommended Posts