Μικρές σοδειές, λίγα αποθέματα και σταδιακή ενίσχυση της ζήτησης αποτελούν κοινούς παρονομαστές στις διεθνείς αγορές βάμβακος και σιτηρών, ενώ τα μεγέθη για αγροτικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και ψυχανθών διευρύνονται με εντατικούς ρυθμούς το 2021.

Οι τελευταίες ηµέρες του 2020 χαρακτηρίστηκαν από διορθωτικές τάσεις σε όλες τις χρηµαταγορές, στον απόηχο των εξελίξεων στο Ηνωµένο Βασίλειο όπου µια µετάλλαξη του κορωνοϊού έβαλε σε επιφυλακή τις αρχές της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο Κοµισιόν, Rabobank και Goldman Sachs, επιµένουν σε ρεαλιστικές προοπτικές ανάκαµψης της παγκόσµιας οικονοµίας, αρχής γενοµένης από το 2021, κάτι που µεταφράζεται µε τη σειρά του σε ένα θετικό οικονοµικό περιβάλλον που θα συµπαρασύρει τις τιµές παραγωγού σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που διαµορφώθηκαν την τελευταία πενταετία.

Έτσι, τουλάχιστον για το 2021 οι ερευνητικές οµάδες των παραπάνω οργανισµών αναµένουν σταθεροποίηση σε υψηλά επίπεδα των αγροτικών προϊόντων µάλλον ευνοήθηκαν από τη συνθήκη της πανδηµίας, όπως είναι το σκληρό σιτάρι και το καλαµπόκι. Από την άλλη, στο βαµβάκι διαφαίνεται ένας ανοδικός κύκλος αφού τα θεµελιώδη δείχνουν ισορροπηµένα, µε τη δε ζήτηση σε πλήρη συνάρτηση µε τις εξελίξεις στο µέτωπο της πανδηµίας και της οικονοµίας εν γένει.

Έτσι, σε περίπτωση που  πράγµατι διαµορφωθούν θετικοί ρυθµοί ανάπτυξης στην παγκόσµια οικονοµία όπως υπαγορεύουν µερικά µετριοπαθή σενάρια, φαίνεται πως όσοι δραστηριοποιούνται µε τις µεγάλες εκτακτικές καλλιέργειες καλούνται να αναµετρηθούν µε το εµπόριο σε µια δραστήρια αγορά.

Με βάση τα 76 σεντς οι εμπορικές προοπτικές για τη νέα σεζόν στο βαμβάκι

USDA και ICAC μιλούν για παγκόσμια σοδειά λιγότερη των αναγκών στις αγορές που θα οδηγήσει σε μείωση αποθεμάτων

Εξερχόµενο από µια διετία χαµηλών τιµών παραγωγού και υποτονικής εµπορικής δραστηριότητας το βαµβάκι διαπραγµατεύεται από τις αρχές ∆εκεµβρίου στις διεθνείς αγορές σε ένα εύρος κατά 2% ενισχυµένο συγκριτικά µε τα επίπεδα του Απριλίου του 2019. Σύµφωνα µε αναλυτές, τα 76 µε 77 σεντς ανά λίµπρα, διαµορφώνουν τη βάση για τις εµπορικές προοπτικές της πρώτης ύλης µέσα στο 2021.

Το 2019 ήταν οι εµπορικές τριβές ανάµεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, που έδωσαν αφορµή για χαµηλές τιµές παραγωγού σε όλα τα παραγωγικά κέντρα του κόσµου, πλην της Βραζιλίας η οποία ευνοήθηκε, διευρύνοντας τα µερίδιά της στις αγορές της Ασίας. Ήδη από πέρυσι, οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις στη Βόρεια Αµερική είχαν µειωθεί και αυτό παρά τη συµφωνία που ετέθη σε εφαρµογή στις αρχές του έτους. Τα µηνύµατα ανάκαµψης στην αγορά έστειλαν τη τιµή πάνω από τα 70 σεντς, µε το θετικό κλίµα ωστόσο να µην κρατάει πολύ, αφού η πανδηµία πρόλαβε τις εξελίξεις και µέχρι τις αρχές του καλοκαιριού οι περισσότερες βιοµηχανίες που µεταποιούν το βαµβάκι σε Ασία και Αµερική, υπολειτουργούσαν. Υπενθυµίζεται ότι η χρηµατιστηριακή τιµή βούλιαξε στα 50 σεντς ανά λίµπρα τον Απρίλιο.

Μπαίνοντας στον ∆εκέµβριο του 2020 φάνηκε πως η παγκόσµια παραγωγή είναι λιγότερη των αναγκών στις αγορές, κάτι που θα επιφέρει µείωση των αποθεµάτων, όπως συµπεραίνουν σχετικές έρευνες του αµερικανικού υπουργείου γεωργίας (USDA) και της ICAC.

Την ίδια στιγµή, φαίνεται πως οι εµπορική δυναµική προϊόντων όπως το καλαµπόκι και η σόγια στην Αµερική αλλά και το σιτάρι στην Ελλάδα, αναµένεται να µειώσουν περαιτέρω τις καλλιεργούµενες εκτάσεις αλλά και την παραγωγή για την επόµενη χρονιά, αφού πρόκειται για καλλιέργειες που ανταγωνίζονται «χωρικά» το βαµβάκι.

Σόγια και ζωοτροφές σε έλλειψη

Ενισχυµένες αναµένεται ότι θα είναι και οι τιµές για τις ζωοτροφές τουλάχιστον για το 2021, αφού ξηρασία σε µεγάλα παραγωγικά κέντρα σόγιας στη Λατινική Αµερική και αυξηµένη ζήτηση από την Κίνα, παρασέρνουν σε άνοδο την παγκόσµια αγορά. Σε αυτόν τον παράγοντα, έρχεται να προστεθεί και η περίπτωση της αγοράς βιοντίζελ, αφού αναµένονται ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, κάτι που θα αυξήσει σηµαντικά τη ζήτηση για ποσότητες καλαµποκιού και σόγιας. Την ίδια στιγµή, η αύξηση των αναγκών της Κίνας για ζωοτροφές, αφού η χώρα δίνει πλέον ιδιαίτερη έµφαση στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας της, ενισχύει την ζήτηση περαιτέρω. Σε αυτό το  πλαίσιο, σόγια και καλαµπόκι αναµένεται σύµφωνα
µε τους µελετητές της τράπεζας να διαµορφώσουν ακόµα υψηλότερα επίπεδα τιµών κιόλας από τους επόµενους µήνες. Τα παραπάνω αναδεικνύει σχετική έκθεση της Goldman Sachs αλλά και ρεπορτάζ των Financial Times, περιγράφοντας δοµικές αλλαγές στις αγορές αγροτικών εµπορευµάτων.

Η µετάλλαξη του ιού φόβισε τα χρηµατιστήρια

Τα νέα για τη µετάλλαξη του ιού στην Αγγλία και την πιθανότητα να µην φέρουν τα εµβόλια το αναµενόµενο αποτέλεσµα πάγωσαν όλες τις αγορές. Χρηµατιστήρια αξιών και εµπορευµάτων σε µια µέρα κατέγραψαν σηµαντική πτώση, µε τους αναλυτές να τονίζουν πως πολλά χρηµατιστήρια είναι υπερ-αγορασµένα. Το βαµβάκι έχοντας σηµειώσει πρόσφατο υψηλό κοντά στα 77,50 σεντς, έπεσε κάτω από τα 75 σεντς ανά λίµπρα. Η ζήτηση στην παγκόσµια αγορά είναι ενεργή, εντούτοις βρισκόµαστε σε µια φάση που οι αγορές κινούνται όλες µαζί προς την ίδια κατεύθυνση ανάλογα µε τα νέα της πανδηµίας.

Η χρηµατιστηριακή πτώση πάγωσε τις νέες πωλήσεις, δεδοµένου ότι οι κλώστες προσδοκούν να αγοράσουν ακόµα χαµηλότερα, θεωρώντας πως τελειώνει ο ανοδικός κύκλος στο βαµβάκι. Από την άλλη µεριά οι εκκοκκιστές δεν έχουν πειστεί ακόµα από την πρώτη διόρθωση και κρατούν στάση αναµονής. Φαίνεται να είναι µια καλή ευκαιρία για υψηλότερα πριµ επί των χρηµατιστηριακών τιµών σε ανοιχτά συµβόλαια. Εν τω µεταξύ, η ισοτιµία ευρώ δολαρίου βελτιώθηκε ελαφρά σε σχέση µε τα χαµηλά της προηγούµενης εβδοµάδας, εντούτοις θα χρειαστεί ακόµα σηµαντική ενδυνάµωση του δολαρίου για να βελτιωθούν οι τιµές µας σε ευρώ.

Διατήρηση υψηλών και το 2021 στο σκληρό

Μείωση των εκτάσεων κατά 2,8% στην Ευρώπη βλέπει η Κομισιόν μέχρι το 2030

Η αγορά σκληρού σίτου στην Ελλάδα και την Ευρώπη ενισχύθηκε το 2020, διαµορφώνοντας τιµές που είχαν να ακουστούν χρόνια στο εµπόριο. Με το σκληρό σιτάρι στα 25 λεπτά το κιλό στα αλώνια και λίγο µετά στα 26 λεπτά διατέθηκε ο µεγαλύτερος όγκος από τους παραγωγούς, ενώ έπειτα από µια µικρή διόρθωση τους φθινοπωρινούς µήνες, η αγορά επέστρεψε στα επίπεδα των 26 και 27 λεπτών το κιλό.

Το παραπάνω ενθάρρυνε πολλούς παραγωγούς που δεν ασχολούνται παρά µόνο ευκαιριακά µε τη συγκεκριµένη καλλιέργεια, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση των στρεµµάτων µέχρι και 30% στην Ελλάδα. Ωστόσο η εικόνα δεν είναι ίδια και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου εκδηλώνεται µια σταθερή τάση µείωσης των εκτάσεων και σε αυτό το πνεύµα, πολλοί εµπλεκόµενοι στην αγορά σκληρού θεωρούν ότι η σταθεροποίηση στα πρόσφατα υψηλά διαµορφώνει το βασικό σενάριο για το 2021.

Σε έκθεσή της η Κοµισιόν καταγράφει τον τρόπο µε τον οποίο οι αγορές αγροτικών εµπορευµάτων θα εξελιχθούν κατά τη νέα δεκαετία, εκτιµώντας ότι µέχρι το 2030, οι καλλιεργούµενες µε σιτηρά εκτάσεις της ΕΕ θα έχουν µειωθεί κατά 2,8% µέχρι τότε, συγκριτικά µε σήµερα. Πράσινες πολιτικές και ανταγωνισµός µε άλλες καλλιέργειες θα συµβάλουν στην τάση αυτή, µε την Κοµισιόν να ευελπιστεί πως η ενσωµάτωση νέων τεχνολογιών και πρακτικών θα µπορούσε, ενισχύοντας τις αποδόσεις, να καλύψει το κενό που διαφορετικά θα εµφανιστεί στην αγορά.

Όσον αφορά το καλαµπόκι, η συνολική παραγωγή αναµένεται ότι θα επεκταθεί σε ολόκληρη την ΕΕ και θα µπορούσε να φτάσει τα 8,8 εκατ. εκτάρια για να καλύψει την αυξανόµενη ζήτηση ζωοτροφών και βιοµηχανίας. Λόγω της αύξησης των αποδόσεων, η παραγωγή δηµητριακών αναµένεται να παραµείνει σταθερή στους 278,1 εκατ. τόνους. Η εγχώρια κατανάλωση δηµητριακών στην ΕΕ αναµένεται να σταθεροποιηθεί έως το 2030 και να φθάσει τους 260,4 εκατ. τόνους.

 

Αντοχή στα δηµητριακά παρά τα αρνητικά νέα της πανδηµίας

 Η ελληνική αγορά σκληρού σίτου είναι υποτονική και µάλλον αυτό δεν οφείλεται µόνο στην ηρεµία που επικρατεί συνήθως κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων. Θεωρητικά οι τιµές εξαγωγής βρίσκονται στα 280 ευρώ ο τόνος FOB λιµάνι µας χωρίς όµως να ακούγονται νέες δουλειές. Στο εσωτερικό τα ποιοτικά σιτάρια πληρώνονται περί τα 25 µε 26 λεπτά το κιλό και πλέον είναι εµφανές πως οι µεγάλοι µύλοι έχουν επαρκή αποθέµατα. Παράλληλα ολοένα και πληθαίνουν οι φωνές πως οι νέες εκτάσεις µε σκληρά σιτάρια θα είναι σηµαντικά αυξηµένες σε σχέση µε πέρυσι, κάτι το οποίο φυσικά θα σηµαίνει αυξηµένη παραγωγή στο νέο έτος.

Στα σκληρά σιτάρια, στη νέα λίστα της Φότζια δεν υπήρξαν αλλαγές. Συγκεκριµένα για τα ποιοτικά σιτάρια µε ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 80% και πρωτεΐνη 13% η τιµή αποθήκης παραγωγού διαπραγµατεύεται στα 293-298 ευρώ ο τόνος. Επίσης για τη δεύτερη ποιότητα µε ειδικό βάρος 76 kg/hl, υαλώδη 70% και πρωτεΐνη 12% η τιµή αποθήκης παραγωγού κυµαίνεται στα 282-288 ευρώ ο τόνος. Στη Γαλλία οι τιµές επίσης έµειναν σταθερές στα 270 ευρώ ο τόνος, ενώ στον Καναδά σηµειώθηκε µικρή µείωση των τιµών, παράλληλα µε το δεδοµένο ότι το δολάριο είναι φθηνότερο έναντι του ευρώ.

Στο χρηµατιστήριο του Σικάγο, εν τω µεταξύ, τα νέα περί µετάλλαξης του ιού στην Αγγλία έφεραν µεγάλη µεταβλητότητα στα µαλακά σιτάρια, αλλά στο τέλος µικρή πτωτική κίνηση.

Φαίνεται η έλλειψη σόγιας παγκοσµίως να στηρίζει στο σύνολο τα δηµητριακά. Στη Γαλλία η αγορά έχει αδρανοποιηθεί κυρίως λόγω της εποχικότητας (εορτασµός Χριστουγέννων). Παράλληλα όπως και στο Σικάγο, οι τιµές κατέγραψαν µικρές µεταβολές και τα συµβόλαια Μαρτίου διαπραγµατεύονται στα 208 ευρώ ο τόνος.

Αυξημένοι τζίροι στο ελαιόλαδο, γερασμένοι οι Έλληνες παραγωγοί

Η παραγωγή μέχρι το 2030 αναμένεται να αυξηθεί 1,3% ετησίως, με την κατανάλωση να αυξάνεται σταθερά κατά 0,2% κατ’ έτος

Αυξηµένες εξαγωγές ελαιολάδου µε ετήσιο ρυθµό ανάπτυξης 5% ετησίως αναµένουν εκθέσεις αγοράς, µε πρόσφατη εκείνη της  Κοµισιόν, η οποία αναµένει πως η κατανάλωση ελαιολάδου θα ενισχυθεί τόσο εντός όσο και εκτός µπλοκ, χάριν στην οικονοµική ανάπτυξη µετά την πανδηµία.

Ο κύκλος εργασιών της παγκόσµιας αγοράς ελαιολάδου, σύµφωνα µε στοιχεία που παραθέτει ανάλυση βρετανικού ερευνητικού ινστιτούτου θα αυξηθεί κατά 8 δισ. δολάρια µέσα στα επόµενα έτη, φτάνοντας έναν τζίρο πέριξ των 25 δισ. δολαρίων µέχρι το 2026. Αυτό θα επιτευχθεί σύµφωνα µε τους οικονοµολόγους, διαµορφώνοντας έναν ετήσιο ρυθµό ανάπτυξης της τάξης του 5,8%.  Η παραγωγή της ΕΕ  µέχρι το 2030 αναµένεται να αυξηθεί κατά 1,3% ετησίως, µε τις χώρες της Ιβηρικής να ευθύνονται για το µεγαλύτερο µέρος της αύξησης, αυξάνοντας ετησίως κατά 0,5% τις αποδόσεις τους.

Σε αυτές τις περιοχές άλλωστε αναµένεται περαιτέρω επένδυση σε εντατικά και υπερεντατικά συστήµατα καλλιέργειας. Στον αντίποδα, οι µικρότερες εκµεταλλεύσεις και η υψηλότερη µέση ηλικία των αγροτών στην Ιταλία και την Ελλάδα θα µπορούσαν να περιορίσουν την ανάπτυξη στη δική µας µεριά της Μεσογείου, σε σύγκριση µε την Ισπανία και την Πορτογαλία

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο https://www.agronews.gr

Recommended Posts