Αντιµέτωποι µε µια νέα πραγµατικότητα θα βρεθούν σε ορατό χρόνο οι Έλληνες αγρότες, καθώς οι συνθήκες εντός των οποίων αναπτύσσεται,

τουλάχιστον στον αναπτυγµένο κόσµο η αγροτική δραστηριότητα αλλάζει και την ίδια ώρα οι «άµυνες» που εξασφάλιζε η -καλώς ή κακώς νοούµενη- «συλλογικότητα» έχουν πάψει να υπάρχουν.

Επί της ουσίας, η ανάπτυξη δράσης στον τοµέα της αγροτικής παραγωγής οριοθετείται χρόνο µε το χρόνο σε τρια επίπεδα:

Στους κλασικούς θα λέγαµε αγρότες µε µεγάλη προσωπική συνεισφορά στην εξέλιξη της παραγωγικής προσπάθειας.

Στους αγρότες µε µεγαλύτερες κατά βάση µονάδες και καλή οργάνωση των εκµεταλλεύσεών τους από πλευράς υποδοµών.

Στους αγρότες της νέας εποχής µε πολύπλευρη δραστηριότητα και συµµετοχή σε επόµενους κρίκους της αλυσίδας αξίας.

Στην τελευταία περίπτωση σηµαντική είναι η παρουσία κάποιων startups µε έντονο το χαρακτήρα της καινοτοµίας στις προσπάθειές τους, ενώ την ίδια στιγµή, οι παραδοσιακοί συντελεστές της αγροτικής παραγωγής αρχίζουν να γίνονται δέκτες ισχυρή πίεση από µεγάλα funds και κεφαλαιούχους που βλέπουν µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια τις επενδύσεις στο χώρο.

Ήδη η κινητικότητα που αναπτύσσεται στο πεδίο της αγροτικής γης είναι µεγάλη, µε τις τιµές αγοράς ή ακόµα και ενοικίασης των παραγωγικών γαιών να βαίνουν αυξανόµενες, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα κόστη παραγωγής. Στο σηµείο αυτό να αναφερθεί ότι οι «µεγάλες δουλειές» που βάζουν συνήθως στα σχέδιά τους τα funds µπορούν να βγουν και µε ακριβότερη γη. Αντίθετα, για τους κλασικούς αγρότες ο ανταγωνισµός γίνεται συχνά αδιέξοδος.

Ανεξαρτήτως λοιπόν βαθµίδας και κύκλου δραστηριότητας των αγροτών, οι επενδύσεις καθίστανται µονόδροµος. Μόνο που αυτές δεν µπορούν να τρέξουν, καθώς τα οικονοµικά περιθώρια που αφήνει εδώ και χρόνια η ίδια η δραστηριότητα είναι στενά, ενώ η πρόσβαση στο δανεισµό παραµένει ιδιαίτερα δύσκολη. Αρκεί να αναφερθεί ότι για την αγορά ενός κτήµατος 50 στρεµµάτων ο αγρότης θα καλείται να καταβάλλει 150.000 ευρώ, ενώ η τράπεζα του προσφέρει δανειακά κεφάλαια στο 80% της αντικειµενικής αξίας, δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση 40.000 ευρώ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόµα και µε επιδοτούµενο επιτόκιο από κάποιο πρόγραµµα η αγορά δεν καθίσταται δυνατή. Εποµένως η ανάπτυξη της εκµετάλλευσης παραµένει ζητούµενο.

Αυτό είναι το πλαίσιο καλούνται να διαχειρισθούν οι εγχώριοι «λαξευτές» του πλαισίου της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αυτά είναι τα µεγάλα ζητήµατα που θα πρέπει να καθορίσουν τις νέες αποφάσεις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο https://www.agronews.gr

Recommended Posts