Συνεχίζονται οι αυξητικές πιέσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και το 2022 ωστόσο, η Ελλάδα διατηρεί μία ικανοποιητική θέση σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις τελικές τιμές, σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας μελέτης του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών).
Συγκεκριμένα, σε σχέση με τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, εξακολουθούν να καταγράφονται αρνητικές εξελίξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO). Ο δείκτης έφτασε τον Ιανουάριο του 2022 στις 135,7 μονάδες, κατά 32% μονάδες αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη).
Σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, τον Ιανουάριο 2021 οι τιμές του κρέατος είναι αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%. Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2021, η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 53% αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθεί η πανδημία COVID-19 με ποσοστό 32%, το κόστος της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και το κόστος λιανικής διάθεσης με 22%. Ιδιαίτερα έντονη είναι η μετακίνηση της γνώμης του κοινού από τον Ιούλιο του 2021 ως τον Δεκέμβριο του 2022 για την απόδοση των ανατιμήσεων από την πανδημία, στις διεθνείς εξελίξεις.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο: https://www.agrocapital.gr