Περισσότεροι από 1.350 κτηνοτρόφοι αγελαδινού γάλακτος έχουν εγκαταλείψει την παραγωγή την τελευταία 10ετία. Αριθμός που διπλασιάζεται αν προσμετρηθούν και οι παραγωγοί γίδινου.

 

Την περασμένη Τετάρτη, το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Φυλής Χολστάιν Ελλάδας -σ.σ. Χολστάιν ονομάζεται μια συγκεκριμένη φυλή αγελάδων γαλακτοπαραγωγής-, βρέθηκε για 40 λεπτά στο γραφείο του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γεώργιου Γεωργαντά. «Λευκός καπνός» από τη συνάντηση, όπου τέθηκε εκ νέου το αίτημα για επαναφορά της αναγραφής της χώρας αρμεγής ευκρινώς στη συσκευασία των προϊόντων και δη των προϊόντων γιαούρτης, δεν βγήκε.

Οι κτηνοτρόφοι της Φυλής Χολστάιν, που στις αρχές της χρονιάς σήκωσαν ψηλά το θέμα των τιμών παραγωγού που το τελευταίο δίμηνο καταρρέουν, έφυγαν με την υποσχετική του αρμόδιου υπουργού ότι εντός της εβδομάδας θα τους ενημερώσει σε ποια αιτήματά που έθεσαν μπορούν να δοθούν άμεσα λύσεις

Η αλλαγή του επίμαχου άρθρου 82 του Κώδικα τροφίμων και ποτών όπως τροποποιήθηκε το 2016, δεν φαίνεται ότι θα είναι ένα από αυτά, υπό την πίεση που ασκούν εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες,δήλωσε στο Euro2day.gr κτηνοτρόφος.

Όπως σημειώνεται στο ρεπορτάζ από το 2013 και μετά ο αριθμός των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων βαίνει μειούμενος. Μόνο πέρυσι, με βάση τα επίσημα στοιχεία από τον ΕΛΓΟ – Δήμητρα, ο αριθμός των κτηνοτρόφων αγελαδινού γάλακτος μειώθηκε κατά 138 σε σχέση με το 2021. Ενώ από το 2013 «λευκή πετσέτα» έχουν πετάξει 1.355 κτηνοτρόφοι αγελαδινού γάλακτος.

Και δεν είναι και οι μόνοι. Αν εξαιρέσουμε τους παραγωγούς πρόβειου γάλακτος που ο αριθμός τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα, έχει αυξηθεί έστω και οριακά από 39.772 το 2013 σε 40.140 πέρυσι, ο αριθμός των παραγωγών γίδινου γάλακτος μειώθηκε πέρυσι στις 13.042 από 14.307 το 2013 και του βουβαλίσιου γάλακτος σε 2 από 7 που ήταν το 2021.

Όμως παρά τη μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων, η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, μέχρι και το 2021, έβαινε αυξανόμενη. Τάση που διεκόπη πέρυσι όπου υποχώρησε 4,1% σε σχέση με το 2021, αλλά παρέμεινε πάνω από τα επίπεδα του 2019.

Η μείωση της παραγωγής αποδίδεται στην πτώση της κατανάλωσης και στην κατακόρυφη αύξηση του κόστους η οποία δεν καλύφθηκε, όπως λένε οι κτηνοτρόφοι, από την αύξηση των τιμών παραγωγού. Οι τιμές των ζωοτροφών έχουν αυξηθεί πάνω από 70%, ενώ δυσβάσταχτες χαρακτηρίζονται από τους κτηνοτρόφους, οι ανατιμήσεις στο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου.

Σε ότι αφορά τη μέση τιμή παραγωγής έφτασε πέρυσι στα 0,5178 ευρώ το λίτρο από 0,3949 που ήταν το 2021, ενώ από τα τέλη της περασμένης χρονιάς καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση που μέχρι στιγμής έχει φθάσει σε κάποιες περιπτώσεις τα 9 λεπτά.

Τι συνέβη όμως σε επίπεδο κατανάλωσης; Όντως οι Έλληνες περιόρισαν το γάλα λόγω των αυξήσεων των τιμών στο ράφι; Από στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Euro2day.gr από τις εταιρείες μέτρησης της κατανάλωσης δεν προκύπτει κατάρρευση. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η κατανάλωση σε όγκους στο λευκό γάλα μειώθηκε πέρυσι κατά 6,34% σε σχέση με το 2021 και 6% έναντι του 2018. Με τις πωλήσεις σε όγκο του γάλακτος υψηλής παστερίωσης -πρόκειται για γάλα διάρκειας άνω των 15 ημερών- να έχουν εμφανίσει μικρότερες απώλειες της τάξεως του 3,54% έναντι του 2021 και αύξηση 0,5% σε σχέση με το 2018.

Ποιος όμως βγήκε κερδισμένος και ελέγχει κοντά στο 1/3 της αγοράς φρέσκου γάλακτος; Όχι δεν πρόκειται για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αλλά για τους μικρούς τοπικούς παραγωγούς ή τα «μικρά» brands των μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών του κλάδου, που από το 2018 έχουν αυξήσει το μερίδιο τους στο φρέσκο γάλα σε όγκο κατά 4,7 μονάδες με αποτέλεσμα αυτό να έχει διαμορφωθεί στο 29,5% από 24,8% το 2018.

Ο δεύτερος μεγάλος κερδισμένος της κατηγορίας την περασμένη χρονιά είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (pl) -σε αυτό επέδρασε καταλυτικά και το καλάθι του νοικοκυριού και ο πόλεμος τιμών- που ελέγχουν βάσει όγκου το 13,5% της αγοράς φρέσκου γάλακτος από 11,3% το 2021 και 12,5% το 2018.

Στην κατηγορία του γάλακτος υψηλής παστερίωσης την «πίτα» τη μοιράζονται τρία μεγάλα brands ενώ το μερίδιο των pl, αν και υψηλό, δεν κατάφερε να ενισχύσει σημαντικά τη δύναμή του. Πέρυσι το μερίδιο των pl διαμορφώθηκε στο 18%, από 17,8% που ήταν το 2021 και 17,2% το 2018.

Προέλευση άρθρου: https://www.agrocapital.gr

Recommended Posts