Ο Γενικός Διευθυντής της ΕΘΕΑΣ, κ. Μόσχος Κορασίδης παραχώρησε συνέντευξη στο Inside Story και στην κα. Ραφαέλλα Μανέλη, όπου μίλησε για το μείζον ζήτημα της έλλειψης εργατών γης, που ταλανίζει τους αγροτικούς συνεταιρισμούς της χώρας και για τις προσπάθειες που καταβάλλει η ΕΘΕΑΣ, προκειμένου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες.

 

«Η ΕΘ.Ε.Α.Σ προσπάθησε να πείσει την Πολιτεία ότι για να λειτουργήσει καλύτερα η διαδικασία της μετάκλησης θα πρέπει να στελεχωθούν επαρκώς οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και ειδικότερα τα προξενεία που αναλαμβάνουν σημαντικό μέρος της διαδικασίας. Να υπάρξει σχετικό μητρώο στο οποίο να μπορεί να ανατρέχει ο παραγωγός, καθώς αυτή τη στιγμή οι αγρότες είναι μόνοι τους στην αναζήτηση εργατών, ψάχνουν στα τυφλά και αυτό έχει δημιουργήσει ένα ευκαιριακό παρασιτικό κύκλωμα με μεσάζοντες» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κορασίδης και πρόσθεσε «για την ΕΘ.Ε.Α.Σ είναι απαραίτητο το ελληνικό κράτος να δημιουργήσει φορείς που συντονισμένα και υπεύθυνα θα διαχειρίζονται το προσωπικό που εισέρχεται στη χώρα και θα διασφαλίζουν την τήρηση των διαδικασιών, τη διαμονή και την υγειονομική τους περίθαλψη στους τόπους εργασίας».

Η συνεργασία τέτοιων φορέων με αντίστοιχους στα κράτη προέλευσης των εργατών είναι η λύση στο σημερινό αδιέξοδο, ισχυρίζεται και ο ίδιος, ενώ προσθέτει ότι «σε αυτήν την κατεύθυνση, η ΕΘ.Ε.Α.Σ κάνει την πρώτη δοκιμαστική προσπάθεια για μετάκληση εργατών από το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη για λογαριασμό αγροτών που αναζητούν προσωπικό μέσα από τη συνδρομή υπευθύνων φορέων στα δύο κράτη».

Διαβάστε παρακάτω το θέμα, όπως δημοσιεύθηκε στο Inside Story:

«Ο κόσμος της ελληνικής υπαίθρου εκπέμπει SOS, εδώ και καιρό. Από τον σημαντικότατο πρωτογενή τομέα λείπει το κυριότερο: άνθρωποι για να δουλέψουν. Το υπάρχον εργατικό δυναμικό δεν φτάνει ούτε για τη συγκομιδή, ούτε για την εκτροφή ζώων, με καταστροφικά αποτελέσματα για την παραγωγή. Την ίδια ώρα, ο τρόπος που η κυβέρνηση επιλέγει την τελευταία στιγμή να μπαλώσει προσωρινά αυτά τα κενά, οδηγεί σε συνθήκες ομηρίας μετανάστες που αναζητούν εργασία στην Ελλάδα, κάνει ότι δεν βλέπει τους δεκάδες χιλιάδες που βρίσκονται ήδη στη χώρα, φτάνει στα όρια τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα και, όπως όλα δείχνουν, στρώνει το έδαφος για την άνθιση υπόγειων συναλλαγών.

Αλλά πώς φτάσαμε ως εδώ; Μέχρι πρότινος τα Βαλκάνια αποτελούσαν την κυρίαρχη δεξαμενή εργατών για τα ελληνικά χωράφια. Πλέον η χώρα μας δεν είναι δελεαστικός προορισμός, λένε όσοι γνωρίζουν την αγορά. Οι εργάτες αλβανικής καταγωγής που «έλυναν» τα χέρια των αγροτών σε όλη την Ελλάδα, προτιμούν την Κεντρική ή Βόρεια Ευρώπη στην οποία πλέον ταξιδεύουν ευκολότερα και απολαμβάνουν καλύτερες συνθήκες διαμονής και εργασίας. Με τον κόμπο να έχει φτάσει στο χτένι, η κυβέρνηση στρέφεται προς την Ασία αναζητώντας τα εργατικά χέρια που λείπουν. Η μετάκληση, δηλαδή η εποχική πρόσληψη, εργατών από τρίτες χώρες όπως το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και η Αίγυπτος μοιάζει πλέον μονόδρομος για τους ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου. Ενώ όμως διαφημίζεται από την κυβέρνηση ως η λύση σε ένα μείζον πρόβλημα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι – τόσο για τους αγρότες, όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες.

Πρώτα απ’ όλα, ο αριθμός των μεταναστών που η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να δεχτεί για εποχική εργασία στη χώρα μας είναι πολύ μικρότερος από τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής υπαίθρου. Με τη νέα Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύτηκε αρχές Απριλίου εγκρίνεται η «εισαγωγή» 147.925 εργαζομένων από τρίτες χώρες για τα έτη 2023-2024 και άλλες 20.000 θέσεις να αναμένεται να καλυφθούν από τις διμερείς συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Μπαγκλαντές, όμως τα εργατικά χέρια που λείπουν είναι πολύ περισσότερα, αν υπολογίσουμε ότι τα αιτήματα μετάκλησης εργατών από αγρότες και κτηνοτρόφους έχουν προσεγγίσει τις 380.000. Για να καταλάβουμε τα μεγέθη, μόνο ο αγροτικός συνεταιρισμός Γαλατάδων της Πέλλας χρειάζεται περίπου 300 εργάτες για την επόμενη συγκομιδή, όπως λένε τα μέλη του, ενώ οι συνολικές ανάγκες του νομού ξεπερνούν τις 10.000. Αυτή η αναντιστοιχία κυβερνητικής πρόβλεψης και πραγματικών αναγκών μοιάζει να είναι μόνο η αρχή του προβλήματος.

Η διαδικασία

Μια από τις πιο σοβαρές παθογένειες της διαδικασίας είναι η πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας, που την καθιστά χρονοβόρα, κοστοβόρα και συχνά άκαρπη. Μάλιστα παραγωγοί αναφέρουν ότι συχνά ετοιμάζουν αιτήσεις για εργατικό δυναμικό, το οποίο όμως δεν υπολογίζουν καν για την προσεχή καλλιεργητική περίοδο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες τους, αφενός η αναζήτηση εργατών γίνεται στα τυφλά, αφετέρου πολλοί από τους μετανάστες που θέλουν να εργαστούν στη χώρα μας τελικά δεν φτάνουν ποτέ εδώ, αφού ο δρόμος τους σταματά στο ελληνικό προξενείο, όπου «κόβονται» στις συνεντεύξεις.

Ειδικότερα, σύμφωνα με παραγωγούς με τους οποίους μίλησε το inside story, προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία, οι ίδιοι αναζητούν κάποιον διαμεσολαβητή που θα τους συστήσει εργάτες. Όταν αυτοί βρεθούν, στέλνουν τις φωτογραφίες των διαβατηρίων τους και συχνά κάποιος δικηγόρος αναλαμβάνει να ετοιμάσει τον φάκελο προς την αποκεντρωμένη διοίκηση της εκάστοτε περιφέρειας και βοηθάει με τη διαδικασία. Ο φάκελος αποστέλλεται έπειτα στα ελληνικά προξενεία, όπου οι ενδιαφερόμενοι για άδεια εισόδου στη χώρα θα περάσουν από συνέντευξη. Ο K.M., βοσκός από την Αρκαδία (τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση του inside story) έχει επιχειρήσει δυο φορές τη μετάκληση εργάτη από το Πακιστάν για να τον βοηθά στην κτηνοτροφική του μονάδα. Πλέον δηλώνει αγανακτισμένος. «Διακόσια ευρώ είναι το παράβολο και ο δικηγόρος παίρνει περίπου εξακόσια. Έχω χάσει κοντά στα δύο χιλιάδες ευρώ χωρίς να έχω βρει ακόμα εργάτη να με βοηθήσει, γιατί κόβονται στις συνεντεύξεις. Δεν μπορώ να δουλέψω μόνος μου και δεν βρίσκω εναλλακτική, σκέφτομαι να πουλήσω το κοπάδι».

Όπως ο ίδιος εξιστορεί, την πρώτη φορά προσπάθησε να φέρει στην Ελλάδα έναν εργάτη από το Πακιστάν που διέμενε παλιότερα στη χώρα και γνώριζε τη γλώσσα. Η αίτησή του, που βρισκόταν σε αναμονή για εννέα μήνες, απορρίφθηκε στο στάδιο της συνέντευξης στο ελληνικό προξενείο. «Του είπαν ότι δεν ήταν σαφές το αντικείμενο και ο τόπος εργασίας του», δηλώνει ο Κ.Μ., ενώ καταγγέλλει ότι η αρνητική απάντηση δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον ίδιο. Μάλιστα το γεγονός του προξένησε μεγάλη εντύπωση αφού, όπως εξηγεί, ο εργάτης ήταν και παλιότερα στο χωριό, ήξερε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον τόπο που θα διέμενε και θα εργαζόταν, αλλά και για το αντικείμενο της εργασίας του. Στην επόμενη προσπάθεια του Κ.Μ., οι διαδικασίες προχώρησαν ταχύτερα. Όμως, η αίτηση απορρίφθηκε με την ίδια αιτιολογία παρά το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει, στο φάκελο υπήρχε υπεύθυνη δήλωση με τα ακριβή στοιχεία για τον τόπο διαμονής και εργασίας. Του ζήτησαν να στείλει ξανά τα δικαιολογητικά με email, αλλά και πάλι η αίτηση δεν προχώρησε.

Μοιάζει κυρίαρχη η αντίληψη ότι η διαδικασία «σκαλώνει» κατά τη συνέντευξη στα προξενεία. Δικηγόρος από την Πέλλα που επιχείρησε τη μετάκληση εργατών, για λογαριασμό αγροτικού συνεταιρισμού της περιοχής, σχολιάζει αποθαρρυμένος ότι «έπεσε κι αυτός σε τοίχο». Η αντίστοιχη αποκεντρωμένη διοίκηση τον ενημέρωσε ότι μόνο στη δική τους υπηρεσία υπάρχουν 20.000 αιτήσεις και θεωρείται δεδομένο πια ότι 9 στους 10 θα κοπούν στο προξενείο.

«Με τον σταυρό στο χέρι»

Μια αντίστοιχη ιστορία έχει να αφηγηθεί και ο Κ.Γ., γεωπόνος της περιφέρειας (τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση του inside story): «Στο προξενείο του Πακιστάν κάνουν μήνες να τους καλέσουν για ραντεβού. Τα έχω δει όλα πια. Για παράδειγμα, χάθηκαν οι φάκελοι με τις αιτήσεις κάποια στιγμή. Εγώ είχα έγγραφο από την αποκεντρωμένη διοίκηση με εξερχόμενο αριθμό πρωτοκόλλου που βεβαίωνε ότι οι αιτήσεις είχαν σταλεί στο ελληνικό προξενείο στο Πακιστάν. Αργότερα όμως, διαπιστώσαμε ότι δεν έφτασαν ποτέ εκεί» λέει και συνεχίζει: «Το μάθαμε όταν ο εργάτης, αφού είχε κλείσει ραντεβού ηλεκτρονικά, πήγε στο προξενείο στην καθορισμένη ημερομηνία και τον ενημέρωσαν ότι δεν υπάρχει σχετικός φάκελος με απόφαση για τον ίδιο». Τις επόμενες φορές, για να διασφαλίσει ότι τα έγγραφα θα φτάσουν πράγματι στο Ισλαμαμπάντ, ο Κ.Γ. τα ταχυδρόμησε με προσωπικά του έξοδα.

Έχει κι εκείνος να αφηγηθεί δύο περιπτώσεις μετάκλησης εργατών που απορρίφθηκαν χωρίς ξεκάθαρη αιτιολογία. Όπως εξηγεί, οι αιτούντες άδεια εισόδου «πάνε για ιατρικές εξετάσεις στο Πακιστάν σε ιδιωτικό και όχι δημόσιο ιατρείο, το οποίο είναι διαφορετικό κάθε φορά. Οι εξετάσεις μπαίνουν σε κλειστό φάκελο και περνούν από επιτροπή. Έναν δικό μου τον έκοψαν για λόγους υγείας. Προβληματίστηκε κι έκανε ξανά εξετάσεις, όμως δεν βρήκε κάτι ανησυχητικό». Η δεύτερη ιστορία που αφηγείται ο Κ.Γ. αφορά και πάλι κόψιμο στην περιβόητη συνέντευξη. «Ήξερε ακριβώς πού θα δουλέψει, σε ποιον και πού θα μείνει. Δουλεύει εδώ ο αδερφός του, ο οποίος μάλιστα είχε πάει τον Γενάρη στο Πακιστάν για να τον βοηθήσει με τη μετάκληση. Έχω την εντύπωση ότι εκείνη την εποχή “έπεφτε ψαλίδι” από το προξενείο. Πάμε με τον σταυρό στο χέρι, ενώ οι εργάτες που έχω εδώ ξέρουν ότι υπάρχουν άνθρωποι έξω από το προξενείο που “λαδώνονται”. Για μήνες, από τον περασμένο Σεπτέμβρη και μετά, το πράγμα δεν δούλευε, μου έλεγαν ότι δεν μπορούν να κλείσουν ραντεβού».

Δεν είναι η πρώτη φορά που παραγωγοί κάνουν λόγο για οικονομικές συναλλαγές μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της μετάκλησης εργατών γης. Όσοι μίλησαν στο inside story, περιγράφουν μια θολή διαδικασία, όπου οι άμεσα εμπλεκόμενοι προσπαθούν να βρουν τρόπους να προσπεράσουν τα διάφορα εμπόδια που μπαίνουν στον δρόμο τους.

«Μου πρότεινε να κάνω εικονικές αιτήσεις»

Τα απόνερα των παραπάνω καθυστερήσεων και ασαφειών φαίνεται ότι ευνοούν την άνθιση υπόγειων συναλλαγών. Από τον περασμένο Μάιο, ο Π.Θ., βοσκός (τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση του inside story), προσπαθούσε να βρει έναν εργάτη για την κτηνοτροφική του μονάδα. Το καλοκαίρι μοιράστηκε την ανησυχία του με μια διαδικτυακή ομάδα αγροτών. Εκεί του πρότειναν να έρθει σε επαφή με δικηγορικό γραφείο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. «Τα ανέλαβαν όλα αυτοί, μια δικηγόρος και ένας διερμηνέας-διαμεσολαβητής από το Πακιστάν. Πολύ σύντομα ήρθε ένας εργάτης νεαρής ηλικίας από την ίδια χώρα. Ήταν μικρός σε ηλικία και έδειχνε στενοχωρημένος. Είχε αδέρφια στα Γιάννενα και ζήτησε να πάει να τα δει» όπως περιγράφει ο ίδιος. Ενδεικτικό για το καθεστώς εργασίας των μεταναστών εργατών γης στην Ελλάδα είναι ότι ο διαμεσολαβητής πρότεινε στον Π.Θ. να κρατήσει το διαβατήριο του εργάτη προκειμένου να αποτρέψει την «εξαφάνισή του». «Τρεις μέρες αργότερα, στις 3 το βράδυ, ήρθε ένα αυτοκίνητο και τον πήρε. Ο διαμεσολαβητής, αφού έμαθε ότι ο εργάτης είχε φύγει νύχτα, ήρθε να πάρει το διαβατήριο. Μου πρότεινε να μου δίνει 1.000 ευρώ για να κάνω εικονικές αιτήσεις για εργάτες κάθε δύο μήνες. Ύστερα, λέει, θα πήγαινα στην αστυνομία και την περιφέρεια και θα έλεγα ότι δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Δεν θέλω να βγάλω έτσι χρήματα, δεν δέχτηκα. Θέλω απλά να έχω έναν εργάτη να με βοηθάει».

Με το ίδιο ζήτημα έχει άλλωστε έρθει αντιμέτωπος ο ήδη γνώριμός μας Κ.Γ., που καταγγέλλει ότι οι απόπειρες χρηματισμού αγροτών και κτηνοτρόφων είναι ευρέως γνωστές: «Ο τζίρος μου μου επιτρέπει να φέρω ακόμα 60 εργάτες. Αυτό είναι γνωστό στην περιοχή. Γι’ αυτό, διάφορα συνεργεία εργατών μου έχουν προτείνει να κάνω εικονικές αιτήσεις, για να φέρω εργάτες που δεν θα χρησιμοποιήσω εγώ ο ίδιος. Αλλά δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά. Είναι ένα δράμα η διαδικασία, δεν ξέρω ποιος το έκανε τόσο περίπλοκο», σχολιάζει.

Ο Μόσχος Κορασίδης, γενικός διευθυντής της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘ.Ε.Α.Σ), επισημαίνει ότι «η ΕΘ.Ε.Α.Σ προσπάθησε να πείσει την Πολιτεία ότι για να λειτουργήσει καλύτερα η διαδικασία της μετάκλησης θα πρέπει να στελεχωθούν επαρκώς οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και ειδικότερα τα προξενεία που αναλαμβάνουν σημαντικό μέρος της διαδικασίας. Να υπάρξει σχετικό μητρώο στο οποίο να μπορεί να ανατρέχει ο παραγωγός, καθώς αυτή τη στιγμή οι αγρότες είναι μόνοι τους στην αναζήτηση εργατών, ψάχνουν στα τυφλά και αυτό έχει δημιουργήσει ένα ευκαιριακό παρασιτικό κύκλωμα με μεσάζοντες».

Τέλος, επισημαίνει ότι «για την ΕΘ.Ε.Α.Σ είναι απαραίτητο το ελληνικό κράτος να δημιουργήσει φορείς που συντονισμένα και υπεύθυνα θα διαχειρίζονται το προσωπικό που εισέρχεται στη χώρα και θα διασφαλίζουν την τήρηση των διαδικασιών, τη διαμονή και την υγειονομική τους περίθαλψη στους τόπους εργασίας». Η συνεργασία τέτοιων φορέων με αντίστοιχους στα κράτη προέλευσης των εργατών είναι η λύση στο σημερινό αδιέξοδο, ισχυρίζεται και ο ίδιος, ενώ προσθέτει ότι «σε αυτήν την κατεύθυνση, η ΕΘ.Ε.Α.Σ κάνει την πρώτη δοκιμαστική προσπάθεια για μετάκληση εργατών από το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη για λογαριασμό αγροτών που αναζητούν προσωπικό μέσα από τη συνδρομή υπευθύνων φορέων στα δύο κράτη».

Η απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών

Για όλα αυτά ο υφυπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Κατσανιώτης, απάντησε πρόσφατα στη Βουλή. «Ο τρόπος με τον οποίον έρχονται εργάτες από τρίτες χώρες καθορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Το υπουργείο Εξωτερικών εμπλέκεται στην ανωτέρω διαδικασία μέσω των διπλωματικών ή έμμισθων προξενικών αρχών στο στάδιο της χορήγησης άδειας εισόδου», είπε υποστηρίζοντας ότι «η αρμοδιότητα του προξενικού γραφείου στην εξέταση αιτημάτων θεώρησης είναι αποκλειστική».

Για τον υφυπουργό, «πρέπει να εξασφαλίζεται σειρά δικλείδων ασφαλείας της διαδικασίας μετάκλησης στο πλαίσιο της νόμιμης και ασφαλούς για τη δημόσια τάξη και δημόσια υγεία μετανάστευση προς τη χώρα μας». Απαντώντας στις καταγγελίες για την παράλογα αυστηρή εξέταση των εργατών στις προσωπικές συνεντεύξεις και για τις αναποτελεσματικές διαδικασίες που καταγγέλλουν οι παραγωγοί, ο υφυπουργός ανέφερε ότι στο στάδιο της συνέντευξης ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει για «το όνομα του εργοδότη, την περιοχή, ποια είναι η συσχέτιση του επαγγέλματος του εργάτη στη χώρα του με τη δουλειά στην οποία επιθυμεί να μετακληθεί στην Ελλάδα, εξετάζεται η βούλησή του να εργαστεί αλλά και να αποχωρήσει από την Ελλάδα μετά το πέρας της εργασίας του».

Για τα περί πολυπλοκότητας, ο κ. Κατσανιώτης υποστήριξε ότι «ο τρόπος που έχει στηθεί η διαδικασία είναι ο απαραίτητος […] Πρέπει να σχεδιάσουμε το πώς θα μπορέσουμε να στήσουμε ένα σύστημα που θα φέρνει περισσότερους, αλλά όχι επικίνδυνους, ανθρώπους». Ακόμα υπεραμύνθηκε του ελληνικού προξενείου στο Ισλαμαμπάντ χαρακτηρίζοντάς το «παράδειγμα για όλα τα προξενεία» και λέγοντας ότι «έχει ραντεβού αυθημερόν για συνεντεύξεις εργατών». Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι «η προσωπική συνέντευξη είναι η μεγάλη προστασία απέναντι σε κυκλώματα, καθώς οι πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις ενισχύουν τον έλεγχο».

Όμως η εικόνα που μεταφέρθηκε σε εμάς από διαφορετικές πηγές δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι ερωτήσεις μπορεί να κρύβουν παγίδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες που έχει στη διάθεσή του το inside story, άνθρωποι που πέρασαν από τέτοιες συνεντεύξεις έπεσαν πάνω σε ερωτήσεις που γεννούν σοβαρά ερωτήματα. Πόσο εξοικειωμένος μπορεί να είναι ένας κάτοικος του Πακιστάν με τις ονομασίες των χωριών της ορεινής Αρκαδίας, που μάλλον του στέρησαν την άδεια εισόδου; Ποια είναι η σωστή απάντηση όταν σε ρωτούν αν σκοπεύεις να παντρευτείς ή να πας με γυναίκα επί πληρωμή στην Ελλάδα; Τέλος, αν υπάρχει αυθημερόν εξέταση των περιπτώσεων, πώς δικαιολογούνται οι καθυστερήσεις που καταγγέλλουν οι εμπλεκόμενοι, οι μεγάλες ελλείψεις και οι ατελείωτες ουρές έξω από το προξενείο στο Ισλαμαμπάντ;

Ακόμα κι όταν καταφέρνουν να έρθουν στην Ελλάδα

Οι παραπάνω ερωτήσεις αφορούν εκείνους που κόπηκαν στις συνεντεύξεις. Τι γίνεται όμως με όσους μετανάστες καταφέρνουν τελικά να έρθουν για να εργαστούν εποχικά στην Ελλάδα; Είναι ο ερχομός τους το τέλος της ταλαιπωρίας τους; Απευθυνθήκαμε στον Λευτέρη Παπαγιαννάκη, διευθυντή της ΜΚΟ Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες: «Η πολιτική της κυβέρνησης για την επίλυση του προβλήματος έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται κυριολεκτικά τελευταία στιγμή. Θα έπρεπε ο σχεδιασμός για τις φετινές ανάγκες σε εργατικό δυναμικό να έχει γίνει από πέρσι» σχολιάζει. Γιατί, όπως εξηγεί, «όταν ό,τι κάνεις για να λύσεις το πρόβλημα γίνεται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, αυτό σημαίνει ότι δεν σχεδιάζεις, δεν λογοδοτείς. Εν προκειμένω, δημιουργείς συνθήκες ομηρίας στους μετανάστες που έρχονται για να εργαστούν: δεν μπορούν να μετακινηθούν από τον τόπο εργασίας τους, οι μήνες εργασίας δεν προσμετρούνται για την άδεια παραμονής και δεν έχουν δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Φτάνεις στο και πέντε και παρουσιάζεις ότι δίνεις λύσεις. Επιτρέπονται όλα στο όνομα του επείγοντος».

Όμως, αφού οι ανάγκες της χώρας είναι τόσο μεγάλες για εργατικά χέρια, γιατί δεν δίνεται η ευκαιρία και στους δεκάδες χιλιάδες μετανάστες που ήδη ζουν στην Ελλάδα να καλύψουν αυτά τα κενά, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα ζωής τους; Για τη Σωτηρία Χήρα, υπεύθυνη Συνηγορίας και Νομικής Συμβουλευτικής στη ΜΚΟ Generation 2.0 RED, αυτό συμβαίνει γιατί «μέχρι πρότινος τους ήθελαν για τα χωράφια, αλλά πέρα από αυτό δεν ήθελαν να τους βλέπουν […] Είμαστε μια χώρα που στηρίζει την αγροτική της παραγωγή σε μετανάστες εργάτες, που εδώ και πολλά χρόνια ζουν και δουλεύουν αόρατοι στη Μανωλάδα, τη Σκάλα Λακωνίας, τον Μαραθώνα, την Κρήτη και αλλού. Σ’ αυτά τα μέρη δεν υπάρχουν οι επιχειρήσεις-σκούπα που συναντά κανείς στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί η τοπική κοινωνία τους χρειάζεται.

Όμως η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει στη νομιμοποίηση και την προστασία τους, που θα συνέφερε τη χώρα ακόμα και από οικονομική σκοπιά. Μετά τον COVID-19, η Ισπανία και η Ιταλία προσφέρουν ευκολότερες διαδικασίες νομιμοποίησης και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Για αυτό ακριβώς λείπουν πια εργατικά χέρια από την Ελλάδα. Γι’ αυτήν την έλλειψη εξεγείρονται οι αγρότες, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι δήμαρχοι και το θέμα συζητιέται τόσο έντονα. Η συζήτηση, βέβαια, γίνεται από συμφέρον, όχι από ανθρωπισμό».

Για την ίδια, οι δεκάδες χιλιάδες που βρίσκονται ήδη στη χώρα είναι σε καθεστώς ομηρίας, αφού δεν έχουν νομικό καθεστώς και άρα δικαιώματα. Επίσης, οι λιγοστοί που εργάζονται κατά παρέκκλιση με εργόσημο εξαρτώνται συνήθως από έναν εργοδότη. «Το να συνδέεται ένας εργαζόμενος αποκλειστικά με έναν εργοδότη χωρίς εναλλακτική και χωρίς να του προσφέρεται άδεια διαμονής είναι κάτι πολύ επισφαλές για την προστασία του. Ενώ λοιπόν έχουμε αυτήν την κατάσταση στη χώρα και ανθρώπους που ήδη περιμένουν να εργαστούν, η κυβέρνηση αποφασίζει με τον νέο κώδικα μετανάστευσης να διευρύνει το καθεστώς μετάκλησης που ήδη χρησιμοποιεί για να εισάγει εργάτες. Κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα και φέρνουμε ανθρώπους, ενώ δεν δίνουμε τη δυνατότητα σε αυτούς που είναι ήδη εδώ να εργαστούν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια» σχολιάζει η ίδια.

Το ίδιο ζήτημα αναδεικνύει και ο Βασίλης Κερασιώτης, δικηγόρος Αθηνών και νομικός συμπαραστάτης στην υπόθεση της Μανωλάδας, επισημαίνοντας πως «ακριβώς επειδή ο θεσμός της μετάκλησης είναι παρωχημένος, το μόνο που μπορεί να σώσει την κατάσταση είναι η νομιμοποίηση ανθρώπων που ήδη υπάρχουν εδώ». Για τον κ. Κερασιώτη μια απάντηση σε αυτό το ζήτημα αποτελεί η πρόβλεψη της διακρατικής συμφωνίας της Ελλάδας με το Μπαγκλαντές, για 15.000 προσωρινές άδειες διαμονής πενταετούς διάρκειας για υπηκόους Μπαγκλαντές οι οποίοι ήδη βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, υπό προϋποθέσεις. Ο ίδιος θεωρεί ότι είναι «μια συμφωνία-πρότυπο, που πρέπει να δούμε πώς θα υλοποιηθεί. Μέχρι στιγμής 6.500 Μπαγκλαντεσιανοί που ζουν στην Ελλάδα έχουν κάνει αίτηση για να μπουν στο πρόγραμμα. Βρίσκονται υπό νομιμοποίηση λοιπόν, για να μπουν και τυπικά στην αγορά εργασίας. Με βάση αυτή τη συμφωνία, θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλες με άλλες εθνικότητες». Ο κ. Κερασιώτης ξεκαθαρίζει ότι «η νομιμοποίηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, χρειάζονται διακρατικές συμφωνίες». Αναφορικά με την πενταετή διάρκεια της άδειας παραμονής, ο ίδιος σχολιάζει ότι «μετά τα πέντε χρόνια θα μπορούσε να ανανεωθεί ή θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλη διακρατική συμφωνία, αυτό θα το δούμε το 2028». Ωστόσο προσθέτει ότι «ένα βασικό μειονέκτημα αυτής της σύμβασης είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει θεσμική εκπροσώπηση στο Μπαγκλαντές και για να περάσουν συνέντευξη οι εργάτες θα πρέπει να ταξιδέψουν στο Νέο Δελχί. Το ελληνικό κράτος αναμένεται να υλοποιήσει τις διαδικασίες αυτές αναθέτοντάς τες σε ιδιώτη».

Δεν αποτιμούν όμως όλοι θετικά αυτή την συμφωνία. Για τον κ. Παπαγιαννάκη, «η μεγάλη κοινότητα Μπαγκλαντεσιανών στην Ελλάδα πρέπει να βγει στο φως […] Ωστόσο, όποιος έχει ενταχθεί σε αυτό το πρόγραμμα μπορεί να έρθει για εννέα μήνες στην Ελλάδα για δουλειά και τους τρεις υπολειπόμενους μήνες πρέπει να γυρίσει πίσω. Αυτό μπορεί να το κάνει για πέντε φορές. Είναι μια νομιμοποίηση του trafficking και δεν γίνεται να συζητάμε σε αυτή τη βάση το 2023», δηλώνει υπογραμμίζοντας ότι «η κυβέρνηση δεν τους θέλει και για αυτό κάνει τους κανόνες τόσο περίπλοκους. Αυτή τη στιγμή στον ανταγωνισμό της μετανάστευσης –που έχει οικονομικά κριτήρια– η Ελλάδα χάνει».

Η κ. Χήρα πάλι διαπιστώνει ότι «η διακρατική συμφωνία με το Μπαγκλαντές πράγματι αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια νομιμοποίησης εργαζομένων πολιτών από το Μπαγκλαντές που ζούσαν μέχρι σήμερα χωρίς νομικό καθεστώς. Πέρα από το γεγονός ότι δεν τους δίνει δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, δεν τους δίνει και δυνατότητα μετά την πενταετία να ανανεώσουν σε καμία άδεια διαμονής. Δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο για να μείνουν εδώ μακροπρόθεσμα και να έχουν τα δικαιώματα που παρέχουν οι υπόλοιποι τύποι διαμονής». Παρόλα αυτά σχολιάζει ότι «για να θεωρήσουμε αυτή τη μορφή νομιμοποίησης θετική, πρέπει καταρχάς να αναμένουμε πόσες χιλιάδες άτομα τελικά θα αιτηθούν και θα λάβουν άδεια διαμονής μέχρι τον Ιούλιο που είναι ανοιχτή η διαδικασία. Τέλος, τέτοια προγράμματα νομιμοποίησης θα πρέπει συμπεριλάβουν πιο διευρυμένα χαρακτηριστικά και να μην αφορούν μονάχα μια εθνικότητα». Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα είναι πολυσύνθετο και παραμένει άλυτο, αφού, όπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση επιθυμεί να καλύψει τα τεράστια κενά σε εργατικά χέρια με μπαλώματα – και κυρίως με ανθρώπους που κατά τα λοιπά θεωρεί ανεπιθύμητους».

Προέλευση άρθρου: https://etheas.gr

Recommended Posts